Διατροφή και Γυναίκα, Εγκυμοσύνη και Διαβήτης(Διαβήτης κύησης)

Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης και Διατροφή

 Ένα χρόνιο πρόβλημα που απασχολεί την ιατρική, τους διατροφολόγους και επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που πάσχουν, είναι ο σακχαρώδης διαβήτης. Ένα θέμα πάντα επίκαιρο που παραμένει στην κορυφή της λίστας με τις πιο δύσκολες και συχνές νόσους.

 Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να εμφανιστεί στη ζωή μας με διάφορες μορφές, γνωστές ως διαβήτης τύπου Ι, τύπου ΙΙ και σακχαρώδης διαβήτης κύησης. Στον σακχαρώδη διαβήτη το πρόβλημα προέρχεται από την διαταραχή του μεταβολισμού διαφόρων συστατικών της τροφής που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη της ινσουλίνης. Βέβαια, ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης αποτελεί ειδική κατηγορία, ο οποίος συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.

Τι είναι όμως ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης;

 Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να εμφανιστεί στην εγκυμοσύνη όταν ήδη υπάρχει ως διαβήτης τύπου Ι ή ΙΙ, αλλά και να διαγνωστεί για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια αυτής. Τότε λοιπόν αναφερόμαστε στον Σακχαρώδη Διαβήτη της Κύησης (ΣΔΚ). Έρευνες έχουν αποδείξει ότι περίπου το 7% όλων των κυήσεων εμπλέκονται με ΣΔΚ. Ο κίνδυνος εμφάνισής του εξαρτάται από την εθνικότητα, αλλά και τη διατροφή που ακολουθεί μια γυναίκα. Στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης, ενώ η ηλικία της μητέρας, το οικογενειακό ιστορικό καθώς και το αυξημένο βάρος της γυναίκας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εκδήλωσή του.

 Χαρακτηρίζεται από ελαττωμένη έκκριση ινσουλίνης, αλλά και ελαττωμένη ευαισθησία των ιστών στη δράση της, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε αντίσταση στην ινσουλίνη. Εκδηλώνεται συνήθως στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης κι οφείλεται στην αύξηση των επιπέδων των πλακουντιακών ορμονών, αλλά και στην αύξηση των επιπέδων των ορμονών της μητέρας, στην προλακτίνη και την κορτιζόλη.

Πώς γίνεται η διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης;

 Θα πρέπει πάντα κατά την πρώτη προγεννητική επίσκεψη να γίνεται από τον γιατρό εκτίμηση για ΣΔΚ. Υπάρχουν τρείς κατηγορίες στις οποίες εντάσσωνται οι εγκυμονούσες ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου. Γυναίκες με υψηλό, μέτριο και τέλος χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη κύησης. Κλινικά χαρακτηριστικά όπως παχυρασκία, ατομικό ιστορικό ΣΔΚ, οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη κύησης, γλυκοζουρία, εντάσσουν την γυναίκα στην κατηγορία υψηλού κινδύνου εμφάνισης, γεγονός που κρίνει την δοκιμασία γλυκόζης απαραίτητη και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά τότε γίνεται επανέλεγχος στις 24-28 εβδομάδες, στο διάστημα δηλαδή που εξετάζονται κι οι εγκυμονούσες που ανήκουν στην κατηγορία του μέτριου κινδύνου εμφάνισης. Τέλος, γυναίκες με ηλικία μικρότερη των 25 ετών, με φυσιολογικό βάρος πριν την εγκυμοσύνη, που ανήκουν σε εθνικότητα με χαμηλή συχνότητα εμφάνισης ΣΔΚ, χωρίς εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη σε συγγενή πρώτου βαθμού, χωρίς ιστορικό παθολογικής ανοχής γλυκόζης και χωρίς ιστορικό κακής μαιευτικής έκβασης δεν απαιτούν δοκιμασία ανοχής γλυκόζης. Οι γυναίκες αυτές ανήκουν στην κατηγορία με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη κύησης.

 Η ανιχνευτική δοκιμασία για το ΣΔΚ (screening test) πραγματοποιείται σε γυναίκες υψηλού και μεσαίου κινδύνου. Κατά τη δοκιμασία αυτή, γίνεται μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης στο πλάσμα 1 ώρα μετά από τη χορήγηση 50g γλυκόζης από του στόματος (Glucose challenge test – GCT). Η ευαισθησία της μεθόδου αγγίζει το 80% όταν ορίζεται ως ουδός γλυκόζης πλάσματος τα 140mg/dl και αυξάνει σε 90% όταν ορίζεται ως ουδός τα 130mg/dl.

 Σε περίπτωση αποτυχίας στο τεστ, δηλαδή σε αποτελέσματα με τιμές μεγαλύτερες των 130-140mg/dl τότε γίνεται και διαγνωστική δοκιμασία. Η διαδικασία αυτή διαρκεί τρείς ώρες και ξεκινάει με τη χορήγηση από το στόμα 100gr γλυκόζης. Η λήψη της γλυκόζης γίνεται μετά από τουλάχιστον 8-14 ώρες νηστείας όπου εκείνη η μέτρηση αναμένεται να μας δώσει τιμή γλυκόζης πλάσματος φλεβικού αίματος 95mg/dl. Στη 1 ώρα αν η μέτρηση αγγίζει τα 180mg/dl, στις 2 ώρες 155mg/dl και στις 3 ώρες 140mg/dl. Τουλάχιστον δύο από τις μετρήσεις, με τιμές ίσες ή μεγαλύτερες από αυτές, θέτουν την διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης. 

Ποιές είναι οι επιπλοκές που μπορεί να υπάρξουν;

 Ο ΣΔΚ είναι υπεύθυνος για πολλές αρνητικές επιδράσεις τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο. Κάποιες από αυτές είναι η υπέρταση, η προεκλαμψία και το πολυδράμνιο. Το νεογνό της διαβητικής μητέρας εκτίθεται σε κινδύνους τόσο κατά τη σύλληψη όσο και για την εμβρυική περίοδο, για την νεογνική περίοδο, αλλά και μακροπρόθεσμα.

 1.Σχετικά με τη μητέρα.

Πιο συγκεκριμένα η διαβητική μητέρα μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με την εμφάνιση διαβητικής κετοξέωσης , μιας κατάστασης σπάνιας, αλλά με κίνδυνο θανάτου τόσο για το μωρό, όσο και της μητέρας. Οι περιπτώσεις εμφάνισης αμφιβληστροειδοπάθειας και ασυμπτωματικής βακτηριουρίας ανήκουν επίσης στις επιπλοκές που επιφέρει ο ΣΔΚ. Από τις πιο συχνές επιπλοκές που παρατηρούνται είναι η υπογκλυκαιμία, γεγονός που επιβάλλει αυστηρό έλεγχο κι άμεση αντιμετώπιση, που βασίζεται στα ίδια τα γλυκαιμικά επεισόδια. Αντίθετα, η εμφάνιση της υπεργλυκαιμίας αυξάνεται όταν ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης δεν έχει ρυθμιστεί κατάλληλα, προκαλώντας κίνδυνο για ενδομήτριο εμβρυικό θάνατο ή και γέννηση μακροσωμικού νεογνού.

 Όπως ήδη αναφέρθηκε, η προεκλαμψία είναι μια από τις επιπλοκές κι αξίζει να σημειωθεί ότι έχει αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης κυρίως στο 3ο τρίμηνο της κύησης, σε γυναίκες με υπέρταση και υπερινσουλιναιμία. Λόγω της προσπάθειας της μητέρας να κερδίσει αποθέματα ενέργειας και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει οικογενειακό ιστορικό ΣΔΚ, αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης αυτοαντιγόνων του θυρεοειδή και σε συνδυασμό με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό.

 Τέλος, όταν υπάρχει σακχαρώδης διαβήτης κύησης μια φορά, τότε αυξάνεται κι ο κίνδυνος εμφάνισής του σε επόμενες κυήσεις, αλλά κι ο κίνδυνος εμφάνισης υπέρτασης τα επόμενα χρόνια.

2. Σχετικά με το έμβρυο.

 Η πιο συχνή επιπλοκή που αφορά το έμβρυο διαβητικής μητέρας κι η οποία συναντάται σε ποσοστό 40-50%, είναι η μακροσωμία, δηλαδή η γέννηση νεογνών με βάρος 4 κιλών ή και περισσότερο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, συστήνεται τοκετός δια καισαρικής τομής. Η μακροσωμία συνδέεται με περιστατικά τραυματικών κακώσεων κατά τον τοκετό, με δυστοκία ώμων και κεφαλοπυελική δυσαναλογία.

 Η οργανομεγαλεία, κατάσταση η οποία σχετίζεται με το πάγκρεας, το ήπαρ, την καρδιά και τους αδένες των επινεφριδίων, μπορεί επίσης να προκληθεί σε νεογνό διαβητικής μητέρας. Ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος, καρδιακές ανωμαλίες και προβλήματα (αγενεσία) του ιερού οστού συμπληρώνουν τη λίστα. Η υπογλυκαιμία, είναι δυνατόν να κάνει την εμφάνισή της στο νεογνό της διαβητικής μητέρας αμέσως μετά τον τοκετό, ενώ κι ο κίνδυνος εμφάνισης υπερχολερυθριναιμίας  συνδέεται επίσης με τον ΣΔΚ. Σε αυτή την περίπτωση το μωρό ξεκινάει τη διαδικασία φωτοθεραπείας ή αφαιμαξομετάγγισης. Η υποασβαιστιαιμία κι ο κίνδυνος αναπνευστικής δυσχέρειας αποτελούν κινδύνους με τους οποίους μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος ο παιδίατρος που εξετάζει το νεογνό της διαβητικής μητέρας.

 Τέλος, δεν λείπουν τα προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν στη μετέπειτα ζωή αυτών  των παιδιών όπως είναι η παχυσαρκία κι η μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη.

 Ένας ίσως από τους βασικότερους τρόπους ρύθμισης του σακχαρώδη διαβήτη κι αντιμετώπισής του είναι η κατάλληλη διατροφή, όπου στόχος της είναι η επίτευξη κατάλληλων επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, μέσω εξασφάλισης των απαραίτητων θερμίδων και θρεπτικών συστατικών που χρειάζεται ο οργανισμός κάθε εγκύου.

Γράφει η Κίσσα Θεοδώρα, Μαία

Βαρύτητα στην διατροφή

Οι πρόσφατες συστάσεις του American Diabetes Association (2022) αναφέρουν οτι οι γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν έγκυες και έχουν παράγοντες κινδύνου εμφάνισης διαβήτη κύησης θα πρέπει να ελεγχθούν για διαβήτη. Οι γυναίκες υψηλού κινδύνου για διαβήτη κύησης θα πρέπει να ελεγχθούν πριν την 15η εβδομάδα κύησης, ενώ όλες οι γυναίκες θα πρέπει να ελεγχθούν κατά την πρώτη επίσκεψη για τον έλεγχο της εγκυμοσύνης.

Μη φυσιολογικός μεταβολισμός της γλυκόζης ορίζεται όταν η γλυκόζη νηστείας είναι 110–125 mg/dL ή η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 5,9–6,4%.

Τα όρια γλυκόζης κατά την κύηση δεν θα πρέπει να ξεπερνούν:

  • Γλυκόζη νηστείας: 95 mg/dl
  • Γλυκόζη 1 ώρα μετά τη λήψη 75γρ γλυκόζης: 180 mg/dl
  • Γλυκόζη 2 ώρες μετά τη λήψη 75γρ γλυκόζης: 155 mg/dl

Σε περίπτωση διάγνωσης διαβήτη κύησης, θα πρέπει τα επίπεδα γλυκόζης να ελέγχονται σε καθημερινή βάση (πρωί, πριν και μετά τα γεύματα), και να γίνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατροφή και άσκηση). Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατροφή και φυσική δραστηριότητα) είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της αντιμετώπισης του διαβήτη κύησης και απαραίτητες. Η διατροφή θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και σε συνεργασία με διαιτολόγο-διατροφολόγο.

Οι στόχοι για τον γλυκαιμικό έλεγχο έχουν ως εξής:

  • Πριν τα γεύματα: ≦95mg/dl
  • 1 ώρα μετά το γεύμα: ≦140 mg/dl
  • 2 ώρες μετά το γεύμα: ≦120 mg/dl

Σε περίπτωση που δεν αρκούν αυτές οι αλλαγές, περνάμε σε αγωγή με ινσουλίνη.

Μερικές φορές τα επίπεδα του σακχάρου παραμένουν αυξημένα παρόλη τη διατροφή και άσκηση. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις η έγκυος θα χρειαστεί ινσουλίνη για τον έλεγχο του σακχάρου, σε συνδυασμό με διατροφή και άσκηση.
Η ινσουλίνη είναι πολύ ασφαλής για το έμβρυο.
Πριν ξεκινήσετε ινσουλίνη θα πρέπει να συζητήσετε με το ιατρό σας περισσότερες λεπτομέρειες για τους τύπους της ινσουλίνης και τον τρόπο δράσης τους, πότε και πώς να την πάρετε, πώς να την διατηρείτε, πιθανές παρενέργειες όπως η υπογλυκαιμία.

ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑ

Μια πιθανή παρενέργεια της θεραπείας με ινσουλίνη είναι η υπογλυκαιμία, όταν δηλαδή το σάκχαρο του αίματος πέφτει σε επίπεδα χαμηλότερα από τα φυσιολογικά. Για τις γυναίκες με διαβήτη της κύησης που παίρνουν ινσουλίνη η υπογλυκαιμία ορίζεται ως το σάκχαρο κάτω από 60 mg/dl.
Πιθανά συμπτώματα λόγω υπογλυκαιμίας: ξαφνική εφίδρωση, τρέμουλο, αδυναμία, πονοκέφαλος, σύγχυση, ταχυκαρδία.
Πιθανές αιτίες : περισσότερη ινσουλίνη από όσο θα έπρεπε, καθυστέρηση στη λήψη του φαγητού μετά από την λήψη ινσουλίνης, κατανάλωση μικρότερης ποσότητας φαγητού ή έντονη άσκηση/δραστηριότητα
Αν έχετε συμπτώματα υπογλυκαιμίας:

  • Ελέγξτε το σάκχαρο με τον μετρητή
  • Αν είναι <60, πάρτε 15 γρ. υδατάνθρακα όπως μια κούπα χυμό πορτοκάλι. Φροντίστε να έχετε πάντοτε στην τσάντα σας καραμέλες.
  • Μετά από 15 λεπτά ελέγξτε το σάκχαρο πάλι να βεβαιωθείτε ότι έχει αρχίσει να ανεβαίνει.
  • Αν είναι ακόμα <60,παρτε άλλα 15 γρ υδατάνθρακα και επαναλάβετε την ίδια διαδικασία.
  • Αν έχετε συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας πρέπει να ενημερώσετε το ιατρό σας.

ΑΣΚΗΣΗ

  • Η τακτική άσκηση ενδείκνυται στην κύηση αν επιτρέπει ο μαιευτήρας σας.
  • Η άσκηση βοηθάει να ελαττωθεί η αντίσταση στην ινσουλίνη, να βελτιωθεί η υπεργλυκαιμία μετά τα γεύματα και να αποφύγουμε την υπερβολική αύξηση του βάρους.
  • Άσκηση όπως περπάτημα μετά τα γεύματα βοηθάει ιδιαίτερα στην ελάττωση της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας.
  • Κίνδυνος υπογλυκαιμίας υπάρχει μόνο με παρατεταμένη άσκηση (πάνω από μια ώρα) αν είσαστε σε θεραπεία με ινσουλίνη.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ

  • Παρακολουθούμε τα σάκχαρα για τις πρώτες 2-3 ημέρες μετά τον τοκετό με ελεύθερη δίαιτα.
  • Αν είναι φυσιολογικά, σταματά ο καθημερινός έλεγχος σακχάρου και η διαβητική διατροφή.
  • 6 με 8 εβδομάδες μετά τον τοκετό πρέπει να επαναλάβουμε μια καμπύλη σακχάρου για να επιβεβαιώσουμε ότι δεν παραμένει κάποια διαταραχή στον μεταβολισμό της γλυκόζης.
  • Αν το τεστ είναι φυσιολογικό τότε πρέπει να γίνεται έλεγχος του σακχάρου νηστείας (ή/και καμπύλη σακχάρου σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο) στους 6 μήνες και κάθε χρόνο μετά, καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 στα επόμενα χρόνια.

Πιο αναλυτικά για τη διατροφή, πρέπει να είναι επαρκής σε θερμίδες και θρεπτικά συστατικά για την έγκυο και τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου. Οι οδηγίες για τη διατροφή της εγκύου με διαβήτη κύησης δεν διαφέρουν σε σχέση με τις οδηγίες για τα υγιή άτομα, καθώς συστήνεται μια πλήρη ισορροπημένη διατροφή, όπως η Μεσογειακή Διατροφή.

Αναφορικά με την ποιότητα της διατροφής, σημασία δίνεται στη σωστή κατανομή των υδατανθράκων μέσα στη μέρα, με κατάλληλους συνδυασμούς για την πιο ομαλή αύξηση του σακχάρου στο αίμα (συνδυάζονται πάντα με πηγές καλών λιπαρών ή/και πρωτεΐνης), στην προτίμηση σε τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη και υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες. Παράλληλα, εστιάζουμε στην ποιότητα των λιπαρών, με μειωμένη πρόσληψη κορεσμένων (πχ. βούτυρο, λάδι καρύδας, φοινικέλαιο, αλλαντικά, λίπη/πέτσα κρεάτων) και έμφαση στην πρόσληψη ακόρεστων λιπαρών (πχ. ψάρι, εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, αβοκάντο, ξηροί καρποί και σπόροι). Φυσικά, συνεχίζουν να ισχύουν οι συστάσεις για την συμπληρωματική αγωγή με φολικό οξύ, και βιταμίνη D, ενώ έμφαση δίνεται και στην επαρκή διαιτητική πρόσληψη και άλλων απαραίτητων θρεπτικών συστατικών, όπως ο Σίδηρος και το Ασβέστιο.

Γράφει η Βομβαρδά Θεοδώρα, Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος

σχετικές αναρτήσεις